- παραξηλώνω
- 1. ξηλώνω κάτι πάρα πολύ2. φρ. «τό παραξηλώνω» — ξεπερνώ τα όρια, τό παρακάνω, κάνω κατάχρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραξηλώνω — [το] παραξηλώνω, παραξήλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραξηλώνω — παραξήλωσα, παραξηλώθηκα, παραξηλωμένος 1. ξηλώνω κάτι υπερβολικά. 2. μτφ., ξεπερνώ τα όρια, το παρακάνω: Σου είπα να παίξεις λίγη ώρα μα εσύ το παραξήλωσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραξεκοντακιάζω — 1. υπερβαίνω τα επιτρεπόμενα όρια 2. φρ. «τό παραξεκοντακιάζω» τό παρακάνω, τό παραξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξεκοντακιάζω «ωθώ τα πράγματα πέρα από τα επιτρεπτά όρια, τό παρακάνω»] … Dictionary of Greek